- αχαριστώ
- ἀχαριστῶ (-έω) (AM) [αχάριστος (Ι)]μσν.δεν είμαι ευχαριστημένος με κάποιον, παραπονιέμαιαρχ.1. είμαι αχάριστος, δείχνω αγνωμοσύνη σε κάποιον2. δυσαρεστώ, στενοχωρώ3. παθ. ἀχαριστοῡμαιμου φέρνονται με αχαριστία.
Dictionary of Greek. 2013.